-
1 αγαπητικος
См. также в других словарях:
ἀγαπητικόν — ἀγαπητικός affectionate masc acc sg ἀγαπητικός affectionate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγαπητικός — ο (θηλ. ιά) (Α ἀγαπητικός, ή, όν) [ἀγαπῶ] αυτός που αγαπά νεοελλ. 1. αγαπητός, εγκάρδιος φίλος 2. αυτός που αγαπά ερωτικά 3. (αρσ.) α) παράνομος εραστής β) εκείνος που ζει από την εκμετάλλευση γυναικών 4. θηλ. ερωμένη, φιλενάδα, μαιτρέσα αρχ. 1.… … Dictionary of Greek